- στρέξιμο
- τό1) согласие; утвердительный ответ; 2) разрешение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρέξιμο — το, Ν βλ. στέρξιμο … Dictionary of Greek
στρέξιμο — το βλ. στέρξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέρξιμο — στέρξιμο, το και στρέξιμο, το 1. συγκατάθεση, συναίνεση. 2. «στρέξιμο ονείρου», επαλήθευση ονείρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στέρξιμο — και στρέξιμο, το, Ν [στέργω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στέργω, συναίνεση, συγκατάθεση 2. φρ. «στέρξιμο ονείρου» μτφ. επαλήθευση ονείρου … Dictionary of Greek